φιλοΐστωρ

φιλοΐστωρ
-ορος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) φιλομαθής, φιλίστωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἵστωρ / ἴστωρ «γνώστης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοίστωρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοίστορας — φιλοίστωρ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλοίστορε — φιλοίστωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίστωρ — ἴστωρ και ἵστωρ ό, ἡ (Α) 1. αυτός που γνωρίζει τους νόμους και το δίκαιο, κριτής, δικαστής 2. μάρτυρας 3. ως επίθ. έμπειρος 4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἵστορες οι διαιτητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < *Fίδ τωρ (με τροπή τού δ σε σ προ τού οδοντικού τ) <… …   Dictionary of Greek

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”